- απόθητος
- ος, ο[ν] нежелательный, нежеланный;
απόθητο μού είναι τ' αδικοσυναγμένο βίος — я не желаю иметь состояние, нажитое нечестным путём
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απόθητο μού είναι τ' αδικοσυναγμένο βίος — я не желаю иметь состояние, нажитое нечестным путём
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπόθητος — not desired masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόθητος — η, ο (Μ ἀπόθητος, ον) ανεπιθύμητος … Dictionary of Greek
ἀπόθητον — ἀπόθητος not desired masc/fem acc sg ἀπόθητος not desired neut nom/voc/acc sg ἀποτίθημι put away aor subj act 3rd dual ἀποτίθημι put away aor subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθήτους — ἀπόθητος not desired masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόθητα — ἀπόθητος not desired neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπόθητα — ἀπόθητα , ἀπόθητος not desired neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)